Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
ἡ, Αυποκορ. τ. του φιάλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη, θηλ. του -ίσκος (πρβλ. παιδ-ίσκη)].