Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστοςἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφακτός, -ή, -όν, ΝΑ σφάζω αυτός που θανατώθηκε με σφαγή, σφαγμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.το σφαχτό α) το σφάγιο, το σφαχτάρι β) το βόσκημα που προορίζεται για σφαγή.