ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
-ές, Ααυτός που έχει τριπλή λαμπρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. τετρ-αυγής].