τριαυγής

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τριπλή λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. τετραυγής].