φρενοπάθεια
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
η, Ν
φρενοβλάβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
η, Ν
φρενοβλάβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρενοπαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].