τραύλισμα
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τραυλίζω
1. τραυλισμός, ψεύδισμα
2. ψέλλισμα
νεοελλ.
βραδυγλωσσία.