βραδυγλωσσία

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ torpeza en hablar Cyr.Al.M.71.28C.

Greek Monolingual

η
η δυσχέρεια στην ομιλία, βατταρισμός ή δυσαρθρία.