γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
-ας, ἡ torpeza en hablar Cyr.Al.M.71.28C.
ηη δυσχέρεια στην ομιλία, βατταρισμός ή δυσαρθρία.