χειμασκώ

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

-έω, Α
(κυρίως για στρατιώτες) ασκούμαι στις χειμερινές ταλαιπωρίες, σκληραγωγούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ-ασκῶ, φων-ασκῶ)].