χακί

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανοικτόφαιο χρώμα, παραπλήσιο με το χρώμα του χώματος σε διάφορες αποχρώσεις
2. ύφασμα με αυτό το χρώμα χρησιμοποιούμενο κυρίως για στρατιωτικές στολές
3. μτφ. α) στρατιωτική στολή («ντύθηκε στο χακί»)
β) ο στρατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. kaki, λ. ινδ. προέλευσης με σημ. «χρώμα της σκόνης»].