χακί

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανοικτόφαιο χρώμα, παραπλήσιο με το χρώμα του χώματος σε διάφορες αποχρώσεις
2. ύφασμα με αυτό το χρώμα χρησιμοποιούμενο κυρίως για στρατιωτικές στολές
3. μτφ. α) στρατιωτική στολή («ντύθηκε στο χακί»)
β) ο στρατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. kaki, λ. ινδ. προέλευσης με σημ. «χρώμα της σκόνης»].