ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
τήρων: -ωνος, ὁ, = τηρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8753,. 8785. 1. b. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 136.
ὁ, Ατηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τηρός με επίθημα -ων, -ωνος].