τεθραμμένον
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek Monolingual
τὸ, Α
ζώο («τεθραμμένα ἀρσενικά», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. τρέφω.