στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
τέλλη: ἡ, = τῷ ἑπομ., ἀμφίβ. παρὰ Ξενοκρ. 30.
ἡ, Αβλ. τελλίνη.