τράπεδδα
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Greek (Liddell-Scott)
τράπεδδα: -έδδας, ἁ, = τράπεζα, Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. Bul. d cor. hel. ΙΙΙ. σ. 462. Αὐτόθι καὶ δοκιμάδδη, κομίδδεσθη. Συχνὸν δὲ ἐν Βοιωτ. ἐπιγρ. καὶ τὸ ἐπεψάφιδδε, οἷον ἐν τῇ Ταναγραίᾳ τῇ ὑπ’ ἀρ. 1562 τοῦ CIG, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-έδδας, η, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. τράπεζα.