Χαναάν

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

English (Strong)

of Hebrew origin (כְּנַ֫עַן); Chanaan (i.e. Kenaan), the early name of Palestine: Chanaan.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
(στην ΠΔ) η χώρα στην οποία κατοικούσαν οι απόγονοι του Χαναάν, τέταρτου γιου του Χαμ και εγγονού του Νώε, η οποία τελικώς κατακτήθηκε από τους Εβραίους απογόνους του Αβραάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Χαναάν έχει αποδώσει στην Ελληνική τους τ. της Φοινικικής και της Εβραϊκής Kn'n, Kinahhi και, σύμφωνα με τους Αρχαίους, προήλθε από το ανδρών. Χαναάν ή Χανάανος, όν. του γιου του Χαμ, ενώ απαντά και ένας παρλλ. τ. Χνᾶ, σχηματισμένος αντίστοιχα από το ανδρών. Χνᾶς(βλ. και λ. Φοίνικας)].