οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
ο, Νο φαναρ(ι)τζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -ποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό Λόγο του 1865].