Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
το, Ν
1. το να τρώει και να πίνει κανείς συγχρόνως
2. συνεκδ. ευωχία, γλέντι, ξεφάντωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + ποτό ως υποκορ. ενός αμάρτυρου φαγόποτον].