γλέντι
From LSJ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
το
1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια»)
2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τον ακούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ].