ταχυπαλμία
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. η ταχυκαρδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -παλμία (< παλμός), πρβλ. βραδυ-παλμία].