ταχυκαρδία

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. επιτάχυνση του καρδιακού ρυθμού πέρα από τη μέγιστη φυσιολογική τιμή τών 90 παλμών στο λεπτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. tachycardia < ταχυ- + καρδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].