γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ο, Ναυτός που κατασκευάζει σύρματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].