συρματουργός

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κατασκευάζει σύρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, -ατος + ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρουργός].