υποθερμαίνω
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
ὑποθερμαίνω ΝΜΑ- θερμαίνω κάτι λίγο, ελαφρώς
νεοελλ.
μτφ. υποθάλπω, υποδαυλίζω
αρχ.
μέσ. ὑποθερμαίνομαι
μτφ. (για πρόσ.) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾱγμα», Λουκιαν.).