υποδαυλίζω

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek Monolingual

Ν
1. ανακινώ τους δαυλούς της φωτιάς ή βάζω νέους δαυλούς για να τήν διατηρήσω
2. μτφ. (σχετικά με εχθρότητα, μίσος, πάθος) υποκινώ, υποθάλπω, αναζωπυρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + δαυλός + κατάλ. -ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αρ. Βαλαωρίτη].