Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
το / χοινίκιον, ΝΑ [[χοῑνιξ, χοίνικος]]νεοελλ.το σοινίκιαρχ.1. υποκορ. του χοῑνιξ2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης.