ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
Ακλέβω κρυφά και αθόρυβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλέπτω «κλέβω κρυφά»].