ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman
-άω, Α κυβερνῶ(σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ως υποπλοίαρχος («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ τοῡ πρῳράτου», Πολυδ.).