κυβερνῶ

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Mantoulidis Etymological

Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τὀ οὐσ. κύμβη (=μικρό πλοῖο) + ρίζα ερ- τοῦ ἐρέτης.
Παράγωγα: κυβερνήτης, κυβέρνησις, κυβερνητέον, κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα, κυβερνητήριος, κυβερνητικός.