κυβερνῶ
From LSJ
Mantoulidis Etymological
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τὀ οὐσ. κύμβη (=μικρό πλοῖο) + ρίζα ερ- τοῦ ἐρέτης.
Παράγωγα: κυβερνήτης, κυβέρνησις, κυβερνητέον, κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα, κυβερνητήριος, κυβερνητικός.
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τὀ οὐσ. κύμβη (=μικρό πλοῖο) + ρίζα ερ- τοῦ ἐρέτης.
Παράγωγα: κυβερνήτης, κυβέρνησις, κυβερνητέον, κυβερνητήρ, κυβερνήτειρα, κυβερνητήριος, κυβερνητικός.