Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
-ον, ΜΑ
υποψήφιος
μσν.
εκκλ. αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. σύμ-ψηφος)].