Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
-ον, ΜΑ
υποψήφιος
μσν.
εκκλ. αυτός που προορίζεται για ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος (πρβλ. σύμψηφος)].