φαλλόπειος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
-α, -ο, και φαλλοπιανός, -ή, -ό, Ν
ανατ. φρ. α) «φαλλόπειος πόρος»
ανατ. πόρος του λιθοειδούς οστού, από τον οποίο διέρχεται ένα τμήμα του προσωπικού νεύρου
β) «φαλλόπειες σάλπιγγες»
ανατ. οι ωαγωγοί, οι εκφορητικοί πόροι τών ωοθηκών
γ) «φαλλόπειος σύνδεσμος» — ο βουβωνικός σύνδεσμος
δ) «φαλλόπειο τόξο» — το μηριαίο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fallopian, από το όν. του Ιταλού ανατόμου Gabriello Fallopio].