φιλελήμων
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
Greek (Liddell-Scott)
φιλελήμων: φιλελεήμων, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Ἀθηνῶν, CIA. III, 171 a in Add.
Greek Monolingual
-ον, Α
(συνηρ. τ.) βλ. φιλελεήμων.