Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
-α, -ικο, Ν(θωπευτ.) φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούλης (πρβλ. μικρ-ούλης)].