Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
-α, -ικο, Ν(θωπευτ.) φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούλης (πρβλ. μικρούλης)].