φωτογενής
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Greek Monolingual
-ές, ΝΜ
νεοελλ.
αυτός που έχει φωτογένεια, του οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο»)
μσν.
αυτός που γεννήθηκε από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι-γενής].