ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
-η, -ο, Ν
αυτός που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο του χαλκού όταν αυτός κρούεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ήχος (πρβλ. κακό-ηχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].