χαριτολόγημα
From LSJ
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
Greek Monolingual
το, Ν
χαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγημα (< -λογώ), πρβλ. ευφυο-λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο].