ευφυολόγημα

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

το
η ευφυολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφυολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1827 στην εφημερίδα Ακρόπολις].