χηνιδής
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
German (Pape)
[Seite 1353] έως, ὁ, = Vorigem (?), vgl. Bast epist. crit. p. 57.
Greek (Liddell-Scott)
χηνῐδής: έος, ὁ, = τῷ προηγ., Φιλήμ. Λεξικ. ἐν λ. λαγωός.
Greek Monolingual
-οῡς, ὁ, Α
βλ. χηνιδεύς.