χλωροπλάστης

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. ημιαυτόνομο κυτταρικό οργανίδιο τών πράσινων φυτών και όλων τών ευκαρυωτικών οργανισμών, το οποίο περιέχει τα μόρια της χλωροφύλλης και στο οποίο συντελείται η φωτοσύνθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroplast < χλωρ(ο)- + πλάστης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. χλωροπλάσται, μαρτυρείται από το 1893 στον Σπ. Μηλιαράκη].