οργανίδιο

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

το
1. μικρό όργανο
2. βιολ. α) κάθε εξειδικευμένη ενδοκυτταρική δομή που επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία
β) σχηματισμός τών μονοκύτταρων οργανισμών με λειτουργία ανάλογη ενός οργάνου τών πολυκύτταρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο. Η λ., στον λόγιο τ. ὀργανίδιον, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].