οργανίδιο

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρό όργανο
2. βιολ. α) κάθε εξειδικευμένη ενδοκυτταρική δομή που επιτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία
β) σχηματισμός τών μονοκύτταρων οργανισμών με λειτουργία ανάλογη ενός οργάνου τών πολυκύτταρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο. Η λ., στον λόγιο τ. ὀργανίδιον, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].