παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
λοίσθων: -ωνος, ὁ, ὁ ἀκρατὴς περὶ τὰ ἀφροδίσια, Ἡσύχ.
λοίσθων, -ωνος, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «λοίσθωναςτοὺς ἀκρατεῑς περὶ τὰ ἀφροδίσια».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ. του λοῑσθος (I)].