τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
κλῇδες: Ἀττ. ὀνομ. πληθ. τοῦ κλείς.
κλῇδες: Αττ. ονομ. πληθ. του κλείς.