Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
θράττω: Ἀττ. ἀντὶ θράσσω.
att. p. θράσσω.
θράττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. θράσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του θράσσω].
θράττω: Αττ. αντί θράσσω.