κατέσθω
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
German (Pape)
[Seite 1398] p. = Vorigem, σῦκα κατέσθων Philp. 56 (Plan. 240).
Greek (Liddell-Scott)
κατέσθω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ προηγ., Πυθαγ. σ. 713 Gale, Ἀνθ. Πλαν. 4. 240.
Greek Monolingual
κατέσθω (Α)
μεταπλασμένος ποιητ. τ. και μτγν
τ. του κατεσθίω.
Greek Monotonic
κατέσθω: ποιητ. αντί του προηγ., σε Ανθ.