ὠθίζομαι
From LSJ
τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
Greek Monotonic
ὠθίζομαι: Παθ., όπως το ὠστίζομαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλον, συνωστίζομαι, διαγωνίζομαι, σε Λουκ.· μεταφ., φιλονικώ, σε Ηρόδ.
τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
ὠθίζομαι: Παθ., όπως το ὠστίζομαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλον, συνωστίζομαι, διαγωνίζομαι, σε Λουκ.· μεταφ., φιλονικώ, σε Ηρόδ.