δυστήνως
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
Russian (Dvoretsky)
δυστήνως: в несчастье, в тяжелых обстоятельствах (γηράσκειν δυστηνοτάτως Eur.; δ. ἔχειν Plut.).