Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
βέῃ: ἴδε ἐν λ. βέομαι.
see βέομαι.
v. βέομαι.
βέῃ: βλ. βέομαι.
βέῃ: эп. 2 л. sing. praes. - fut. к βέομαι.