Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
inf. ao.2 poét. de παρέχω.
παρασχεθεῖν: απαρ. ποιητ. αορ. βʹ του παρέχω.
παρασχεθεῖν: Arph. = παρασχεῖν.