Εὐρώπιος
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (Slater)
Εὐρώπιος
1 of Europa πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ[ανό]ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Turyn, Wil.: εὐρωπία κρανᾶν ἑλ[ικὸ]ς τε ποταμοῦ G-H: Εὐρωπίᾳ κράνᾳ Μέλ[ανό]ς τε Wil.; cf. Turyn ad loc., “intellego appositionem esse ad verba ἲς Ἀχελωίου”: = ?Akidalian spring, Wil., G. G. A., 1900, 43) fr. 70. 2.
Russian (Dvoretsky)
Εὐρώπιος: европейский (Εὐρωπία γῆ Eur.).